λούμπεν προλεταριάτο

λούμπεν προλεταριάτο
Μαρξιστικός όρος που αναφέρεται στο τμήμα εκείνο της εργατικής τάξης που αποτελείται από πρόσωπα άθλιας οικονομικής κατάστασης, τα οποία δεν διαθέτουν και πολιτική συνείδηση. Ο όρος προέρχεται από τη γερμανική λέξη lump (= κουρέλι) και τη λατινογενή προλεταριάτο (βλ. λ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • λούμπεν — φρ. «λούμπεν προλεταριάτο» το τμήμα τής εργατικής τάξης που αποτελείται από πρόσωπα που δεν έχουν πόρο ζωής αλλά ούτε και πολιτική συνείδηση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Lumpen «κουρέλι» (proletariat)] …   Dictionary of Greek

  • υποπρολεταριάτο — το, Ν το λούμπεν προλεταριάτο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”